- πάντρητος
- πάν-τρητος, ον,A all-pierced: αὐλοῦ πάντρητον the part of the flute in which the holes are, Plu.2.853e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πάντρητος — ον, Α διάτρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τρητός (< τετραίνω / τιτραίνω «τρυπώ»), πρβλ. πολύ τρητος] … Dictionary of Greek
πάντρητον — πάντρητος all pierced masc/fem acc sg πάντρητος all pierced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek